- περισμύχω
- Α1. λειώνω, κατακαίω, καταστρέφω κάτι με σιγανή, υποκαίουσα φωτιά2. (και μτφ.) λειώνω κάποιον από τις ερωτικές μέριμνες («ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σμύχω «σιγοκαίω, σιγοβράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.